Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Τι είναι το λειτουργικό πλαίσιο και ποιος ο σκοπός του;

13 Σεπτεμβρίου 2024

Το λειτουργικό πλαίσιο είναι το σύνολο εργαλείων, διαδικασιών και πράξεων αγοράς μέσω των οποίων εφαρμόζεται η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Σκοπός του λειτουργικού πλαισίου είναι να δίνει την κατεύθυνση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων της αγοράς χρήματος, ακολουθώντας από κοντά τα επιτόκια πολιτικής που καθορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο.

Η αποτελεσματική μετάδοση των επιτοκίων πολιτικής στις αγορές χρήματος επηρεάζει τελικά το κόστος δανεισμού για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

Πώς συνδέεται το λειτουργικό πλαίσιο με τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου;

Το λειτουργικό πλαίσιο εφαρμόζει την επιθυμητή κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, αλλά δεν πρέπει να παρεμβαίνει στον καθορισμό της. Έτσι, τυχόν αλλαγές του πλαισίου είναι ανεξάρτητες από τις αποφάσεις που λαμβάνει το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τις τακτικές συνεδριάσεις του για τη νομισματική πολιτική. Οι τροποποιήσεις του λειτουργικού πλαισίου που εγκρίθηκαν τον Μάρτιο του 2024 επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο θα παρέχεται η ρευστότητα κεντρικής τράπεζας, καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, αν και θα παραμείνει σημαντική τα επόμενα έτη, μειώνεται σταδιακά.

Υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των αποφάσεων για την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, οι οποίες καθορίζονται κατά κύριο λόγο από το επίπεδο των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, εκτός εάν τα εν λόγω επιτόκια βρίσκονται στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο ή κοντά σε αυτό, και του τρόπου με τον οποίο το Ευρωσύστημα εφαρμόζει αυτές τις αποφάσεις. Οι αποφάσεις για την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής με τη σειρά τους καθοδηγούνται από τη στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.

Γιατί επανεξετάσαμε το λειτουργικό πλαίσιο;

Πριν από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, η ΕΚΤ εφάρμοζε τη νομισματική πολιτική με σκοπό να παρέχει στις τράπεζες απλώς επαρκή ρευστότητα για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, κυρίως σε σχέση με τη ζήτηση τραπεζογραμματίων εκ μέρους του κοινού και άλλους αυτόνομους παράγοντες (που συνδέονται με παράγοντες ρευστότητας πέρα από τον άμεσο έλεγχο της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, όπως οι καταθέσεις του Δημοσίου), καθώς και σε σχέση με την κάλυψη των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών τους.

Οι σημαντικές αλλαγές στην οικονομία καθώς και η αναγνώριση του ελάχιστου δυνατού επιπέδου των βασικών επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ είχαν ως αποτέλεσμα το Ευρωσύστημα να αναπτύξει μια σειρά νέων εργαλείων για την επίτευξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών από την έναρξη της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης και μετά. Αυτό οδήγησε σε επίπεδα ρευστότητας που υπερέβαιναν κατά πολύ τις διαρθρωτικές ανάγκες των τραπεζών. Επιπλέον, η προτίμηση των τραπεζών να τηρούν αποθεματικά αυξήθηκε, καθώς επέλεξαν να διατηρούν αποθέματα ασφαλείας ρευστότητας πέραν των παραδοσιακών ελάχιστων αναγκών τους, μεταξύ άλλων και για να αντιμετωπίσουν τις κανονιστικές απαιτήσεις. Καθώς όμως η ρευστότητα του συστήματος ήταν ούτως ή άλλως τόσο μεγάλη, το ζήτημα του πώς οι τράπεζες θα κάλυπταν τις ανάγκες ρευστότητάς τους έπαψε να είναι πια τόσο σημαντικό.

Μετά την έναρξη της διαδικασίας ομαλοποίησης του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος τον Δεκέμβριο του 2021, το επίπεδο ρευστότητας ή αποθεματικών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα άρχισε, με κάποια χρονική υστέρηση, να μειώνεται. Καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώνεται περαιτέρω, οι τράπεζες θα πρέπει ολοένα περισσότερο να δραστηριοποιούνται πιο ενεργά για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητάς τους. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο επανεξέτασε το λειτουργικό πλαίσιο προκειμένου να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες θα έχουν πρόσβαση σε ρευστότητα στο μέλλον. Σκοπός της επανεξέτασης ήταν να διασφαλιστεί ότι το πλαίσιο θα εξακολουθήσει να είναι κατάλληλο καθώς ο ισολογισμός του Ευρωσυστήματος θα ομαλοποιείται και να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Έτσι, θα διασφαλιστεί ότι η εφαρμογή των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής θα εξακολουθήσει να είναι αποτελεσματική στο μέλλον. 

Διάγραμμα: 

Εξέλιξη του σχηματοποιημένου ενοποιημένου ισολογισμού του Ευρωσυστήματος από το 2007

(τρισεκ. ευρώ, εβδομαδιαία στοιχεία)

Πηγή: ΕΚΤ

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης;

Στις 13 Μαρτίου 2024 η ΕΚΤ ανακοίνωσε το αποτέλεσμα της επανεξέτασης. Ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά παρατίθενται παρακάτω:

  • Το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξακολουθήσει να δίνει την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μέσω του επιτοκίου της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων. Τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς χρήματος αναμένεται να εξελιχθούν γύρω από το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, επιδεικνύοντας ανοχή σε κάποια μεταβλητότητα εφόσον αυτή δεν αλλοιώνει τις ενδείξεις για την επιδιωκόμενη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
  • Το Ευρωσύστημα θα παρέχει ρευστότητα χρησιμοποιώντας έναν ευρύ συνδυασμό μέσων, συμπεριλαμβανομένων βραχυπρόθεσμων πιστοδοτικών πράξεων (π.χ. πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, ΠΚΑ) και πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας τριών μηνών (ΠΠΜΑ) καθώς και – σε μεταγενέστερο στάδιο – διαρθρωτικών πιο μακροπρόθεσμων πιστοδοτικών πράξεων και ενός διαρθρωτικού χαρτοφυλακίων τίτλων. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διαρθρωτικές πράξεις, βλ. παρακάτω.
  • Οι ΠΚΑ, καθώς και οι ΠΠΜΑ διάρκειας τριών μηνών, θα συνεχίσουν να διενεργούνται μέσω δημοπρασιών σταθερού επιτοκίου με πλήρη κατανομή ποσού. Αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση εκ μέρους των τραπεζών για δανεισμό στο πλαίσιο αυτών των πράξεων θα ικανοποιείται ελαστικά, υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουν επαρκείς αποδεκτές εξασφαλίσεις, οι οποίες θα παραμείνουν ευρείες.
  • Σκοπός των ΠΚΑ, μαζί με τις ΠΠΜΑ διάρκειας τριών μηνών, είναι να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην κάλυψη των αναγκών ρευστότητας των τραπεζών και η χρησιμοποίησή τους από αντισυμβαλλομένους είναι αναπόσπαστο μέρος της ομαλής εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής.
  • Από τις 18 Σεπτεμβρίου 2024, η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου των ΠΚΑ και του επιτοκίου της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων μειώθηκε σε 15 μονάδες βάσης σε σχέση με την προηγούμενη διαφορά των 50 μονάδων βάσης. Αυτή η μικρότερη διαφορά δίνει κίνητρα για την υποβολή προσφορών στο πλαίσιο των εβδομαδιαίων πράξεων, ούτως ώστε να είναι πιθανόν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς χρήματος να εξελιχθούν γύρω από το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, και περιορίζει τα ενδεχόμενα περιθώρια μεταβλητότητας των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων της αγοράς χρήματος. Ταυτόχρονα, δημιουργεί περιθώρια για δραστηριότητα στην αγορά χρήματος και δίνει στις τράπεζες κίνητρα να αναζητήσουν λύσεις χρηματοδότησης μέσω των αγορών. Το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης έχει προσαρμοστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και του επιτοκίου των ΠΚΑ να παραμείνει αμετάβλητη στις 25 μονάδες βάσης.

Νέες διαρθρωτικές πράξεις

Το Ευρωσύστημα σκοπεύει να παρέχει αποθεματικά κεντρικής τράπεζας χρησιμοποιώντας έναν ευρύ συνδυασμό μέσων προκειμένου να προσφέρει στις τράπεζες μια αποτελεσματική, ευέλικτη και σταθερή πηγή ρευστότητας, στηρίζοντας έτσι και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τα μέσα αυτά θα περιλαμβάνουν βραχυπρόθεσμες πιστοδοτικές πράξεις, δηλ. τις ΠΚΑ, και τις ΠΠΜΑ διάρκειας τριών μηνών. Σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν ο ισολογισμός του Ευρωσυστήματος θα αρχίσει να αυξάνεται και πάλι με σταθερό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τη διακράτηση ομολόγων από το παρελθόν, θα εισαχθούν επίσης νέες διαρθρωτικές πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης και ένα διαρθρωτικό χαρτοφυλάκιο τίτλων της ζώνης του ευρώ.

Οι διαρθρωτικές πράξεις αναχρηματοδότησης και το διαρθρωτικό χαρτοφυλάκιο τίτλων θα διαμορφωθούν σύμφωνα με τις αρχές που ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο του 2024 και με σκοπό να αποφευχθούν παρεμβολές στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής. Αυτές οι πράξεις θα συμβάλουν σημαντικά στην κάλυψη των διαρθρωτικών αναγκών ρευστότητας του τραπεζικού τομέα που απορρέουν από αυτόνομους παράγοντες και από τις απαιτήσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Οι αυτόνομοι παράγοντες και οι απαιτήσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών δημιουργούν διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα. Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται επί του παρόντος από τα παλαιότερα χαρτοφυλάκια ομολόγων που τηρεί το Ευρωσύστημα και, ως εκ τούτου, στην παρούσα φάση δεν υπάρχει ανάγκη διενέργειας τέτοιων διαρθρωτικών πράξεων. Καθώς όμως τα χαρτοφυλάκια ομολόγων που έχουν αποκτηθεί παλαιότερα στο πλαίσιο των προγραμμάτων αγοράς στοιχείων ενεργητικού εξακολουθούν να μειώνονται σύμφωνα με τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου, τα αποθεματικά των τραπεζών θα απορροφώνται ολοένα και περισσότερο από τη ζήτηση τραπεζογραμματίων και άλλους αυτόνομους παράγοντες. Κάποια στιγμή, οι πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα χρειαστεί να αυξηθούν εκ νέου με σταθερό τρόπο προκειμένου να ανταποκριθούν στην αναμενόμενη αύξηση των διαρθρωτικών αναγκών ρευστότητας. Και περίπου εκείνη την περίοδο θα ξεκινήσουν οι νέες διαρθρωτικές πράξεις για να αποτελέσουν μια σταθερή πηγή ρευστότητας. 

Πώς διαφέρει το διαρθρωτικό χαρτοφυλάκιο από τα τρέχοντα χαρτοφυλάκια ομολόγων;

Ένα διαρθρωτικό χαρτοφυλάκιο διαφέρει από ένα χαρτοφυλάκιο νομισματικής πολιτικής και εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς. Τα χαρτοφυλάκια νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme - APP) και του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme - PEPP) εξυπηρετούσαν τον σκοπό της χαλάρωσης της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής σε μια περίοδο κατά την οποία τα επιτόκια περιορίζονταν από το ελάχιστο δυνατό επίπεδο. Το PEPP εξυπηρετούσε διττό σκοπό, στηρίζοντας επίσης τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Σκοπός ενός διαρθρωτικού χαρτοφυλακίου είναι η παροχή ρευστότητας σε διαρκή βάση για την κάλυψη της διαρθρωτικής ζήτησης αποθεματικών εκ μέρους των τραπεζών. Επομένως, σκοπός των διαρθρωτικών πράξεων είναι να εφαρμόζουν, και όχι να δίνουν, την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι η σύνθεση του διαρθρωτικού χαρτοφυλακίου μπορεί επίσης να διαφέρει από τη σύνθεση των χαρτοφυλακίων νομισματικής πολιτικής. Η ΕΚΤ θα διενεργήσει εμπεριστατωμένη ανάλυση σχετικά με τον σχεδιασμό των νέων διαρθρωτικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των διαρθρωτικών πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης και του διαρθρωτικού χαρτοφυλακίου τίτλων.

Πώς θα ενσωματώσετε παραμέτρους σχετικές με την κλιματική αλλαγή στον σχεδιασμό των διαρθρωτικών σας πράξεων;

Με την επιφύλαξη της πρωταρχικής εντολής που έχει ανατεθεί στην ΕΚΤ, ο σχεδιασμός του λειτουργικού πλαισίου θα αποσκοπεί στην ενσωμάτωση παραμέτρων σχετικών με την κλιματική αλλαγή στις διαρθρωτικές πράξεις νομισματικής πολιτικής. Στον βαθμό που οι διαφορετικές συνθέσεις του λειτουργικού πλαισίου οδηγούν εξίσου στη διασφάλιση της αποδοτικής εφαρμογής της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής, το λειτουργικό πλαίσιο θα διευκολύνει την ΕΚΤ στην επιδίωξη του δευτερεύοντος στόχου της να στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση - ιδίως τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία - με την επιφύλαξη του πρωταρχικού στόχου της ΕΚΤ για σταθερότητα των τιμών.

Αυτό συνάδει επίσης με την πρόθεση της ΕΚΤ να εντείνει τις εργασίες της σχετικά με την πράσινη μετάβαση και τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση, όπως ανακοινώθηκε σε δελτίο Τύπου στις 30 Ιανουαρίου 2024. Οι τρεις τομείς ενδιαφέροντος για το 2024 και το 2025 είναι οι επιπτώσεις της πράσινης μετάβασης, ο φυσικός αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής και ο ρόλος των κινδύνων που σχετίζονται με τη φύση για την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εντολής της, η ΕΚΤ θα διερευνήσει το ενδεχόμενο περαιτέρω αλλαγών στα μέσα και τα χαρτοφυλάκια νομισματικής πολιτικής της ενόψει αυτής της μετάβασης.

Αυτές οι σχετικές με το κλίμα παράμετροι θα αποτελέσουν μέρος της εμπεριστατωμένης ανάλυσης που θα διενεργήσει η ΕΚΤ σχετικά με τον σχεδιασμό των νέων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης και του νέου διαρθρωτικού χαρτοφυλακίου.